dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletzter
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletzte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerletztes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letzte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letztes
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
letzter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αξιοσύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
empfehlenswert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αξιοσύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lohnend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νεοσύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neu errichtet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρτισύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neu gegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht empfohlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbegründet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νεοσύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vor Kurzem errichtet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νεοσύστατος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vor kurzem errichtet
Ⓦ
Ⓖ
…