dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eid
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gelöbnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
υπηρεσιακός όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diensteid
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
επίορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eidbrecher
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eidesstattlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eidlich
Ⓦ
Ⓖ
…
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschworene
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Juror
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επίορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Meineidige
Ⓦ
Ⓖ
…
μεταγενέστερος όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nacheid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βεβαιωτικός όρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Offenbarungseid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ένορκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schöffe
Ⓦ
Ⓖ
…