dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehend
Ⓦ
Ⓖ
…
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
senkrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertikal
Ⓦ
Ⓖ
…
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rechtwinklig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerade
Ⓦ
Ⓖ
…
!
όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
orthogonal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
είμαι όρθιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehen
Ⓦ
Ⓖ
…