dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
τα
ψιλικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bedarfsgegenstände
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψιλικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kurzwaren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ψιλικατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kleinkrämer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψιλικατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krämer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψιλικατζού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krämerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ψιλικατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kurzwarenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ψιλικατζού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kurzwarenhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψιλικατζίδικο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kurzwarenhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…