dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Makel
Ⓦ
Ⓖ
…
ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Defekt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schönheitsfehler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fehler
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ψεγαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abkanzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χωρίς ψεγάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
makellos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψεγαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rügen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψεγαδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tadeln
Ⓦ
Ⓖ
…