dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gebrauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vereinnahmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χρησιμοποιώ διεγερτικές ουσίες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dopen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρησιμοποιώ βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewalt anwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επαναχρησιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wiederverwenden
Ⓦ
Ⓖ
…