dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Chor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Choral
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Chorgesang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sängerchor
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
χορωδιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Chor-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γυναικεία χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frauenchor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παιδική χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kinderchor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκκλησιαστική χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kirchenchor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντρική χορωδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Männerchor
Ⓦ
Ⓖ
…