dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freudig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
froh
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fröhlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glücklich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebensfroh
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lustig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
χαζοχαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dümmlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαζοχαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fröhlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
καταχαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoch erfreut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
χαζοχαρούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
naiv fröhlich
Ⓦ
Ⓖ
…