dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
φουσκωτό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schlauchboot
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
φουσκωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufblasbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουσκωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φουσκωτό μαξιλάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Luftkissen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φουσκωτό στρώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Luftmatratze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φουσκωτό μανίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Puffärmel
Ⓦ
Ⓖ
…