dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerücht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hörensagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ansehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leumund
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bekanntheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berühmtheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Renommee
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ruf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ruhm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ehre
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
κακή φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schande
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κακή φήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verruf
Ⓦ
Ⓖ
…