dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
φάρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Faro
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
βλέφαρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Augenlid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φάρος αεροδρομίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bake
Ⓦ
Ⓖ
…
φάρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leuchtfeuer
Ⓦ
Ⓖ
…
φάρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leuchtturm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
βλέφαρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άνω βλέφαρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Oberlid
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νούφαρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Seerose
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάτω βλέφαρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unterlid
Ⓦ
Ⓖ
…