dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertrieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
außerordentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
im Übermaß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in übertriebener Weise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
υπερβολικά συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erzkonservativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπερβολικά ακριβής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pedantisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich überarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ζεσταίνομαι υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich überhitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντιδρώ υπερβολικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überreagieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υπερβολικά ακριβός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überteuert
Ⓦ
Ⓖ
…