dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τρώγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zanken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρώγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zerfleischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρώγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρώγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genießbar sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
τρώγομαι με τα ρούχα μου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich mit Selbstvorwürfen zerfleischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρώγομαι με τα ρούχα μου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ständig jammern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρώγομαι με κάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unruhig sein
Ⓦ
Ⓖ
…