dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τέλμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sumpf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
τελματώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stecken bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τελματώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sumpfig
Ⓦ
Ⓖ
…