dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σύριγγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spritze
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύριγγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flöte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
σύριγγα μιας χρήσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einwegspritze
Ⓦ
Ⓖ
…