dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σύνδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Konsortium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύνδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gemeinschaftsunternehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύνδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Syndikat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύνδικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Syndikus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
σύνδικος πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenzverwalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σύνδικος πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konkursverwalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σύνδικος πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Masseverwalter
Ⓦ
Ⓖ
…