dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezüglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
relativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entsprechend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Relativ-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
relevant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhältnismäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
σχετικός με την ηλικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altersbedingt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανασχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hemm-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανασχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συσχετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Wechselbeziehung stehend
Ⓦ
Ⓖ
…