dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
siegeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stempeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versiegeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plombieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besiegeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
füllen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
επισφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besiegeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επισφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestätigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφραγίζω κολλώντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επισφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versiegeln
Ⓦ
Ⓖ
…