dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
σφουγγάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schwamm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφουγγάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Waschlappen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
σφουγγαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφουγγαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwischen
Ⓦ
Ⓖ
…
σφουγγαρίστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mopp
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφουγγαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
putzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφουγγάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Putzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σφουγγαρίστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Putzfrau
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφουγγαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheuern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφουγγαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wischen
Ⓦ
Ⓖ
…