dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eskortieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
συνοδεύω μέσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hereinführen
Ⓦ
Ⓖ
…