dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
στοπ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stopp
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
οτοστόπ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Autostopp
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γραμμή του στοπ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haltelinie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στόπερ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stopper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταξιδεύω με οτοστόπ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trampen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω οτοστόπ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trampen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στοπ πόρτας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Türstopper
Ⓦ
Ⓖ
…