dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
στολίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στολίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ανθοστολίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Blumen schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρυσοστολίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Gold schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…