dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
στοίβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στοίβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schicht
Ⓦ
Ⓖ
…
στοίβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schornstein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στοίβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bündel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοίβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stapel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
στοίβα εγγράφων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aktenberg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhäufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstapeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοίβα κορμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Holzstoß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοίβα σκουπιδιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Misthaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στοίβα σκουπιδιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Müllhaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stapeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich türmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στοιβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stauen
Ⓦ
Ⓖ
…