dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufstützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befürworten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behaupten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dulden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fördern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακουμπώ στηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mittragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποστηρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterstützen
Ⓦ
Ⓖ
…