dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
στερεός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στέρεος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στέρεος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stabil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
στερεοσκόπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stereoskop
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στερεοσκοπικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stereoskopisch
Ⓦ
Ⓖ
…