dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen geblieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stagnierend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stationär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stillstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
αναστάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Oster-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναστάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
österlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμένω στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stillstehen
Ⓦ
Ⓖ
…