dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
στάνταρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Norm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
στάνταρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Standard
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
στάνταρ εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Standardausstattung
Ⓦ
Ⓖ
…