dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σπατάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
σπατάλη θέρμανσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwärme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπατάλη χρημάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Geldverschwendungen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Energieverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σπατάλη χρημάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη χρημάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldverschwendungen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη δύναμης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraftverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensmittelverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη χαρτιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Papierverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη χώρου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raumverschwendung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπατάλη χρόνου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zeitvergeudung
Ⓦ
Ⓖ
…