dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sperma
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
αγγειόσπερμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bedecktsamer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γυμνόσπερμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nacktsamige Pflanzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σπερματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σπερματικό υγρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Samenflüssigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπερματικός πόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Samenleiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σπερματικός τόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Samenstrang
Ⓦ
Ⓖ
…