dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σουβλί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spieß
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σουβλί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ahle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σουβλιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
am Spieß gebraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σουβλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufspießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σούβλισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufspießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σουβλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σουβλιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σούβλισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stich
Ⓦ
Ⓖ
…