dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σκουλήκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wurm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σκουλήκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raupe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκουλήκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Made
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
σκουληκιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wurmstichig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σκουληκιασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wurmstichig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκουληκιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wurmstichig werden
Ⓦ
Ⓖ
…