dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Set
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Satz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
σετ εργαλείων ποδηλάτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Flickzeug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφσετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Offsetdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκτύπωση όφσετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Offsetdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απώλεια σετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Satzverlust
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σετ σκάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schachspiel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Σίγκριντ Ούντσετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sigrid Undset
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όφσετ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Versatz
Ⓦ
Ⓖ
…