dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sexual-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
σεξουαλικός τουρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sextourismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σεξουαλικός παρτενέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sexualpartner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφισεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
transsexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αμφισεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Transsexuelle
Ⓦ
Ⓖ
…