dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eisen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bügeleisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eisern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
χυτοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gusseisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σφυρήλατος σίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmiedeeisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χυτοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spritzguss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λευκοσίδηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Weißblech
Ⓦ
Ⓖ
…