dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reim
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jammer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ριμάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reimen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schade
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schande
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
έκκριμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sekret
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριμάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich reimen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κρίμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sünde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ανώριμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unausgegoren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ανώριμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unentwickelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ανώριμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unreif
Ⓦ
Ⓖ
…