dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Saum
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
ρέλιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einsäumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρελιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsäumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
βαρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fass
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κουρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κουρέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lumpen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ρέλιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Säumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρελιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säumen
Ⓦ
Ⓖ
…