dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρόσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρόσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ertrag
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftliches Einkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισόβια πρόσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leibrente
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απρόσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unrentabel
Ⓦ
Ⓖ
…