dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
original
Ⓦ
Ⓖ
…
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ursprünglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigenwillig
Ⓦ
Ⓖ
…
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
originell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Original-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρωτότυπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
originär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
πρωτότυπος τίτλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Originaltitel
Ⓦ
Ⓖ
…