dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προφορικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mündlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
προφορικός χαρακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mündlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…