dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Priorität
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorrang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorfahrt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Serie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
δίνω προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Priorität beimessen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προτεραιότητα δεξιάς λωρίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rechtsverkehr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δίνω προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικονομική προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftliche Priorität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιφέρεια με προτεραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftliches Fördergebiet
Ⓦ
Ⓖ
…