dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
προσφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüchten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
προσφεύγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beschwerdeführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσφεύγω εναντίον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorgehen gegen
Ⓦ
Ⓖ
…