dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προνόμια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gabe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προνόμια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Patent
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προνόμια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Privileg
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προνόμια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
προνομιακώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
privilegiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προνομιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
privilegiert
Ⓦ
Ⓖ
…