dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρέζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρέζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dosis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρέζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rauschgiftdosis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
πρεζάκιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Junkie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πρεζάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnupfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πρεζάκιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Süchtige
Ⓦ
Ⓖ
…