dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reichtum
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bodenschatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bodenschätze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meeresbodenschätze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γλωσσικός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sprachgut
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζάπλουτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steinreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βαθύπλουτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steinreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πάμπλουτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
steinreich
Ⓦ
Ⓖ
…
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfügbare Böden
Ⓦ
Ⓖ
…