dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
πληρωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πληρωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
κακοπληρωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlecht bezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κακοπληρωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterbezahlt
Ⓦ
Ⓖ
…