dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wunde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Plage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verletzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hieb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schlag
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
πληγή στο κεφάλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kopfwunde
Ⓦ
Ⓖ
…