dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πιστοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bescheinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πιστοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zertifizierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πιστοποίηση των δασών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
forstwirtschaftliche Zertifizierung
Ⓦ
Ⓖ
…
κοινοτική πιστοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemeinschaftliche Zertifizierung
Ⓦ
Ⓖ
…