dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hexenschuss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Griff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verspannung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο της μέσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hexenschuss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιάσιμο των μυών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Muskelkater
Ⓦ
Ⓖ
…