dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kiosk
Ⓦ
Ⓖ
…
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zelle
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitungskiosk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bude
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pavillon
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitungsstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kabine
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stand
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
εκθεσιακό περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausstellungsstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κυνηγετικό περίπτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Jagdhütte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περίπτερο λέσχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klubhaus
Ⓦ
Ⓖ
…