dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
παυσίπονο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schmerzmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
παυσίπονο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schmerztablette
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
παυσίπονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmerzlindernd
Ⓦ
Ⓖ
…